- καρτεροθύμους
- καρτεροθύ̱μους , καρτερόθυμοςstrongheartedmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
AURORA — Titanis, et Terrae filia, Luciferi et Ventorum mater, Hyperionis ac Thiae filiam facit Hesiodus, v. 371. θεογοῃίας, in his: Θεία δ᾿ Η᾿ἑλιόν τε μέγαν, λαμπράν τε Σελήνην, Η᾿ώ θ᾿, ἣ πάντεςςιν ἐπιχθονίοισι φάεινει, Γείναθ᾿ ὑποδμηθεῖσ᾿ Υ᾿περίονος εν… … Hofmann J. Lexicon universale
καρτερόθυμος — καρτερόθυμος, ον (Α) 1. γενναιόψυχος («Μυσῶν... καρτεροθύμων», Ομ. Ιλ.) 2. ισχυρός, σφοδρός («ἀνέμους... καρτεροθύμους», Ησίοδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + θυμος (< θυμός «ψυχή, πνεύμα»), πρβλ. αγλαό θυμος, οξύ θυμος] … Dictionary of Greek